ποιολόγος

ποιολόγος
ποιολόγος
picking up grass
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποιολόγος — ον, Α ο συλλέκτης χόρτων, βοτάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ποιολογία — ἡ, Α [ποιολόγος] κόψιμο και συλλογή χόρτων …   Dictionary of Greek

  • ποιολογώ — έω, Α [ποιολόγος] συλλέγω χόρτα, μαζεύω βότανα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”